ὀλιγομετρίαν

ὀλιγομετρίαν
ὀλιγομετρίᾱν , ὀλιγομετρία
the having few feet
fem acc sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ολιγομετρία — ὀλιγομετρία, ἡ (Α) 1. το ολιγάριθμο, η ολιγότητα 2. (στην προσωδία) μικρός αριθμός μετρικών ποδών («κακίαν ἔπους εἶναι, καθὰ καὶ τὴν ὀλιγομετρίαν, ἣ θεωρεῑται ἐν στίχῳ ἐξ ὀλίγων μερών λόγου συγκειμένῳ», Ευστ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”